Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Ο Βασιλιάς με το δέντρο στην καρδιά.

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχαν ένα παιδί και μια κοπέλα. Η κοπέλα ήταν φρόνιμη και καλή και το παιδί ζουρλό κι ανάποδο. Ο πατέρας του και η μάνα του στεναχωριόνταν, αλλά είχαν την ελπίδα τους στην αδερφή του. Ήρθε ο καιρός και πέθανε η μάνα. Ένιωσε και ο βασιλιάς τα τελευταία του και φώναξε την κοπέλα.


"Θα σου πω κάτι" της είπε "αλλά δε θα το μαρτυρήσεις στον αδερφό σου, προτού δεις ότι έβαλε μυαλό. Και να τον έχεις συνέχεια στο νου σου".


"Καλά" λέει η κοπέλα "θα τον έχω".
Την παίρνει λοιπόν ο βασιλιάς και την πηγαίνει σε ένα δωμάτιο γεμάτο λίρες και φλουριά. Σε λίγες μέρες πεθαίνει και ο βασιλιάς κι απόμειναν τα δύο αδέρφια ορφανά.


Η βασιλοπούλα είχε στο νου της τον αδερφό της και όλο τον συμβούλευε. Αφού πέρασε κάμποσος καιρός σκέφτηκε: "Για να δω, έβαλε μυαλό ο αδερφός μου;".
Τον ρωτάει λοιπόν: "Αδερφέ, αν είχες φλουριά, τι θα έκανες;"
"Θα αγόραζα τουφέκια και μπαρούτια, θα σκότωνα τον κόσμο, θα σκότωνα εσένα, θα σκοτωνόμουν κι εγώ..."


"Α", λέει η βασιλοπούλα, "ο αδερφός μου έχει ακόμη τα ίδια μυαλά".Άφησε να περάσει πολύς καιρός, και μια μέρα τον ρωτάει πάλι:
"Αδερφέ μου, αν είχες ένα δωμάτιο γεμάτο φλουριά, τι θα έκανες;"
"Θα έπαιρνα τουφέκια και μπαρούτια, θα σκότωνα τον κόσμο, θα σκότωνα εσένα, θα σκοτωνόμουν κι εγώ..." απαντάει πάλι ο βασιλιάς (γιατί ήταν αυτός βασιλιάς τώρα).
"Ακόμη δε φρονίμεψε ο αδερφός μου" λέει με το νου της η βασιλοπούλα.


Περνάει κι άλλος καιρός, πολύς. Ο βασιλιάς μεγάλωσε, έγινε άντρας σωστός. "Για να ξαναδοκιμάσω" σκέφτεται η βασιλοπούλα.
"Αδερφέ μου, αν είχες ένα δωμάτιο γεμάτο φλουριά, τι θα έκανες;"
"Θα πάντρευα πρώτα εσένα κι ύστερα θα παντρευόμουν κι εγώ".
"Α", σκέφτεται η βασιλοπούλα, "ο αδερφός μου φαίνεται να έβαλε μυαλό". Ύστερα του λέει: "Έλα τώρα να σου δείξω κάτι". Τον πάει λοιπόν και του δείχνει το δωμάτιο με τις λίρες και τα φλουριά. "Αυτά μας τα άφησαν ο πατέρας μας και η μάνα μας, και μου είπαν να μη σου τα φανερώσω προτού δω ότι έβαλες μυαλό και φρονίμεψες".
"Κι εγώ θα κρατήσω το λόγο μου" της απαντάει ο βασιλιάς, "θα σε παντρέψω".
"Όχι", του λέει αυτή, "να παντρευτείς εσύ πρώτα, κι άμα δω ότι είσαι καλά, παντρεύομαι κι εγώ".
"Καλά" συμφωνεί ο αδερφός της.


Ο βασιλιάς παντρεύτηκε μια κοπέλα από βασιλικό σόι. Η γυναίκα όμως αυτή ζήλευε που ο βασιλιάς αγαπούσε την αδερφή του, την άκουγε και τη συμβουλευόταν στο καθετί. Και ήθελε με κάθε τρόπο να την ξεκάνει. Μια μέρα λέει σε μια δούλα που την είχε πολύ έμπιστη:
"Να πας να βρεις ένα φίδι και να το ρίξεις στο μπρίκι της αντραδερφής μου".
Πάει η δούλα, πιάνει ένα φίδι και το ρίχνει μέσα στο μπρίκι της αδερφής του βασιλιά. Πίνει το νερό η βασιλοπούλα, καταπίνει και το φίδι μαζί. Μέρα με τη μέρα το φίδι μεγάλωνε μέσα στην κοιλιά της. Πρήζεται λοιπόν η κοιλιά, τη βλέπει η βασίλισσα και πάει και λέει του βασιλιά:
"Έλα να δεις την προκομμένη την αδερφή σου. Είναι γκαστρωμένη".


Πάει και ο βασιλιάς και τη βρίσκει με φουσκωμένη την κοιλιά. Το πήρε για προσβολή και διατάζει τους δούλους να την πάρουν και να τη σφάξουν έξω στην ερημιά και να του φέρουν ένα κύπελλο με το αίμα της να το πιει.
Πιάνουν τη βασιλοπούλα οι δούλοι και την πάνε στην ερημιά να τη σφάξουν. Κοντά τους πήγε κι ένα σκυλί. Τη λυπήθηκαν όμως τη βασιλοπούλα οι δούλοι και δεν τη σκότωσαν. Την παράτησαν στην έρημο, κι αντί γι' αυτή έσφαξαν το σκυλί, μάζεψαν σε ένα κύπελλο το αίμα του και το έδωσαν στο βασιλιά να το πιει. Πίνει ο βασιλιάς το αίμα του σκυλιού νομίζοντας πως είναι αυτό της αδερφής του.




Η βασιλοπούλα περπάταγε, περπάταγε ώσπου είδε μια στάνη. Πάει στον τσοπάνη και του λέει:
"Θέλεις να σου κάνω τις δουλειές, να μου δίνεις λίγο ψωμί και γάλα να τρώω;"
"Δέχομαι", απαντάει ο τσοπάνης. "Τι έχει όμως η κοιλιά σου και είναι έτσι φουσκωμένη;".
"Να, μια μέρα ήπια νερό κι από τότε η κοιλιά μου φούσκωσε".
"Α, να σου πω εγώ πως το 'παθες. Κατάπιες φίδι και δεν το κατάλαβες.Το πρωί, που θ' αρμέξουμε το γάλα θα σε κρεμάσω ανάποδα και θα βγει το φίδι".

Το πρωί, αφού άρμεξαν το γάλα, το βάζει ο τσοπάνης σε ένα καζάνι, ανάβει φωτιά και το βάζει απάνω να βράσει. Κρεμάει τη βασιλοπούλα από ένα δοκάρι ανάποδα επάνω από το καζάνι και της λέει:
"Κράτα το στόμα σου ανοιχτό, και μη σκιαχτείς και ταραχτείς ώσπου να βγει το φίδι".
Έβραζε το γάλα και μύριζε κι έμπαινε η μυρωδιά από το στόμα της βασιλοπούλας ως την κοιλιά. Μύρισε το φίδι κι άρχισε να αναδεύεται και να σέρνεται να βγει να πάει στο γάλα.
"Κράτα το στόμα σου ανοιχτό" της έλεγε ο τσοπάνης. Σιγά σιγά σύρθηκε το φίδι και πλάτς! έπεσε μέσα στο καζάνι με το γάλα. Έπεσε η κοιλιά, ξεφούσκωσε.
"Αχ", κάνει η βασιλοπούλα "ξαλάφρωσα!"

Ο βασιλιάς τώρα, σαν ήπιε το αίμα, κι από την πολλή του στενοχώρια, καθώς αγαπούσε πολύ την αδερφή του, έπεσε βαριά άρρωστος και φύτρωσε στην καρδιά του ένα δέντρο. Για να τον κάνουν να λησμονάει τον πόνο του, πήγαινε κόσμος και του λεγε παραμύθια. Πάει κάποια στιγμή κατεβαίνει ο τσοπάνης στην πόλη για να πουλήσει μαλλιά και τυριά. Σα γύρισε, τον ρωτάει η βασιλοπούλα:
"Τι καινούρια από την πόλη;"
"Να, ο βασιλιάς είναι βαριά άρρωστος και του φύτρωσε ένα δέντρο στην καρδιά και πάει κόσμος και του λέει παραμύθια, να του περνάει η ώρα".
"Μου δίνεις τα ρούχα σου, να πάω να του πω κι εγώ ένα παραμύθι;".
"Να σου τα δώσω".

Της δίνει ο τσοπάνης τα ρούχα του, τα φοράει. Του δίνει αυτή τα δικά της, και κρατάει μόνο ένα γιλέκο που το 'χε από τον πατέρα της. Άλλο ένα ίδιο είχε και ο βασιλιάς. Ξεκινάει, φτάνει στην πόλη και πάει στο παλάτι.
"Θέλω να πω κι εγώ ένα παραμύθι στο βασιλιά", λέει στους δούλους.
"Και τι παραμύθια ξέρεις εσύ από την ερημιά " της είπαν αυτοί βλέποντας τη ντυμένη έτσι.Δεν την άφησαν να μπει. Φωνές αυτή, φωνές και οι δούλοι.
"Αφήστε με"
"Δε σ' αφήνουμε".
Ακούει ο βασιλιάς και ρωτάει τι γίνεται. "Ένας τσοπάνης θέλει να σου πει παραμύθια" του λένε.
"Αφήστε τον να μπει", διατάζει ο βασιλιάς.
Ανεβαίνει αυτή πάνω, παίρνει ένα σκαμνί και κάθεται δίπλα στο κρεβάτι του βασιλιά κι αρχίζει.

"Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχαν ένα παιδί και μια κοπέλα. Η κοπέλα ήταν φρόνιμη και καλή και το παιδί ζουρλό κι ανάποδο. Ο πατέρας του και η μάνα του στεναχωριόνταν, αλλά είχαν την ελπίδα τους στην αδερφή του. Ήρθε ο καιρός και πέθανε η μάνα. Ένιωσε και ο βασιλιάς τα τελευταία του και φώναξε την κοπέλα. "Θα σου πω κάτι" της είπε "αλλά δε θα το μαρτυρήσεις στον αδερφό σου, προτού δεις ότι έβαλε μυαλό. Και να τον έχεις συνέχεια στο νου σου"."Καλά" λέει η κοπέλα "θα τον έχω". Και την πάει σε ένα δωμάτιο γεμάτο λίρες και φλουριά. Κι αν αυτά που λέω δεν είναι ψέματα, αλλά αλήθεια να ξεκουμπίστεί ένα κλωνάρι από το δέντρο του βασιλιά!"
Κραατς! Ξεκουμπίζεται ένα κλωνάρι από το δέντρο του βασιλιά.
"Αχ, ξαλάφρωσα!"λέει ο βασιλιάς.

"Πεθαίνει ο πατέρας", συνεχίζει το παραμύθι η αδερφή του βασιλιά, "κι απόμειναν τα παιδιά ορφανά...". Κι έλεγε το παραμύθι-την ιστορία της-και κάθε τόσο σταμάταγε κι έλεγε:
"Κι αν αυτά που λέω δεν είναι ψέματα, αλλά αλήθεια να ξεκουμπίστεί ένα κλωνάρι από το δέντρο του βασιλιά!"
Κραατς! Ξεκουμπιζόταν κι άλλο κλωνάρι.
"Αχ", έλεγε ο βασιλιάς, "ξαλάφρωσα".

Η βασίλισσα, που κατάλαβε ποια ήταν αυτή που έλεγε το παραμύθι, φώναζε:
"Διώξτε τον παλιόβλαχο!"
"Πως να τον διώξουμε" έλεγε ο βασιλιάς, που όλο άρχιζε κι αυτός να καταλαβαίνει, "πως να τον διώξουμε που με το παραμύθι του ξαλαρώνω. Ασ' τον να τελειώσει".
"...Και πίνει ο βασιλιάς" φτάνει στον πάτο του παραμυθιού η αδερφή του "το αίμα του σκυλιού και φυτρώνει στην καρδιά του ένα δέντρο. Κι αν τύχει και δε λέω αλήθεια, να ξεκουμπιστεί το δέντρο του βασιλιά από τη ρίζα!".
Κραατς! Σωριάζεται το καταγής δέντρο.

Πετάγεται ο βασιλιάς, την κοιτάζει καλά:
"Εσύ είσαι η αδερφή μου", της λέει.
"Εγώ είμαι. Να και το γιλέκο του πατέρα μας". Και ξεκουμπώνεται και του δείχνει το γιλέκο.
Την αρπάζει ο βασιλιάς, φιλιά, αγκαλιές. Γυρίζει στους δούλους και διατάζει:
"Πιάστε τη γυναίκα μου και σύρτε αφήστε την εκεί που αφήσατε την αδερφή μου".
Πήραν οι δούλοι τη γυναίκα του βασιλιά και την παράτησαν στην έρημο. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Το παραμύθι αυτό βρίσκεται στο βιβλίο του Μιχάλη Μερακλή "Ο Έντεχνος Λαϊκός Λόγος", εκδόσεις Καρδαμίτσα, 2η έκδοση,Αθήνα 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια: