Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Μια βόλτα ... απρόβλεπτη

Ήταν μεσημέρι και είχαμε μαζευτεί όλοι στο σημείο συνάντησης. Θα ξεκινούσαμε με δυο αυτοκίνητα εώς το σημείο που άρχιζε το μονοπάτι. Η διαδρομή όπως μας είχαν πει ήταν αρκετά εύκολη. Έπρεπε μόνο να ακολουθήσουμε το ρυάκι στην αντίθετη πορεία από το νερό. Το τοπίο, μαγευτικό για τους λάτρεις της φύσης. Μεγάλα δέντρα και βράχια μας περικύκλωναν από παντού, μέσα στο ρέμα. Ήμασταν η παρέα των επτά, όπως και η γνωστή σειρά παιδικών βιβλίων, σε αντίθεση με εμάς, που είχαμε στην παρέα μας μόνο δυο παιδιά. 'Ολοι μας διαφορετικοί χαρακτήρες με πολλές αντιθέσεις. Σε αυτή τη βόλτα όμως, θα ανακαλύπταμε ότι 'ολα έρχονται τούμπα
όταν βρίσκεσαι μέσα σε απρόβλεπτες καταστάσεις που σου αλλάζουν τελείως τον χαρακτήρα και τα πιστεύω.
Η Τζόρτζ ως η πιο φοβητσιάρα απέναντι στα στοιχεία της φύσεις, μας ζητούσε να επιστρέψουμε πίσω στην ασφάλεια του χωριού. Όλη την ώρα ήταν επιφυλακτική και απέφευγε την παραμικρή επαφή με το νερό. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να το ακουμπήσει και συνέχεια μας προειδοποιούσε να μην το ακουμπήσουμε και εμείς. Ήταν καχύποπτη απέναντι σε κάθε βράχο, σε κάθε κορμό και ειδικά στο νερό. Αγνοούσε όμως παντελός κάθε άγγιγμα των εντόμων, ειδικά τις ακρίδες, κάτι που μας έκανε να απορούμε ,εφόσον και μόνο στη θέα τους από απόσταση, κάνει σαν τρελή και δεν σταματάει εως ότου εξοντωθεί το άμοιρο έντομο. Η επιστήμονας της παρέας προπορευόταν και μιλούσε συνεχώς, χωρίς να δίνει καμία σημασία στο τοπίο. Οι δυο άντρες προχωρούσαν μπροστά, δίνοντας συνέχεια το στίγμα του μονοπατιού εως την στιγμή που ήρθαμε αντιμέτωποι με το δίλημμα. 'Είχε περάσει αρκετή ώρα που ακολουθούσαμε το ρυάκι και όταν φτάσαμε μπροστά στην είσοδο του καταρράκτη όλοι μείναμε να κοιτάμε τα βράχια που υψώνονταν δεξιά και αριστερά μας, χωρίς να υπάρχει εύκολη και ακίνδυνη για όλους μας πρόσβαση. Η μοναδική είσοδος ήταν να μπούμε μέσα στο νερό, με βάθος που δεν μπορούσαμε να υπολογίσουμε . Όλοι μας καθόμασταν και κοιτούσαμε το θολό νερό που μας χώριζε από τον κύριο χώρο του καταρράκτη μόνο ενάμιση μέτρο.
Σκεφτόμασταν όλοι οτι φτάσαμε στην πηγή και δεν μπορούσαμε να πιούμε νερό.
Η Τζόρτζ έλεγε συνέχεια να επιστρέψουμε και ήταν αρκετά πειστική, τόσο που για μια στιγμή τους έπεισε όλους, εκτός από μένα. Μόλις τους άκουσα να συμφωνούν σκέφτηκα, ότι έπρεπε να το κάνω, έπρεπε να μπω μέσα στο νερό και να περάσω απέναντι,σαν κάτι να με τραβούσε σαν μαγνήτης. Οι σκέψεις διαδέχονταν η μια την άλλη. Μέσα μου, κάτι φώναζε φύγε τώρα, αλλά η έλξη από την απέναντι όχθη, δεν με άφηνε να κάνω πίσω. Το νερό ήταν τόσο θολό που με τρομοκρατούσε: Γιατί ήταν τόσο θολό; Γιατί, εφόσον η ροή του ήταν σχεδόν μηδαμινή;
Τότε πήρα την απόφαση να μπω. Με το που έκανα το πρώτο βήμα, μια κραυγή ακούστηκε από την Τζόρτζ: Μη, μη μπαίνεις , μην πατάς στο νερό. Εγώ δεν της έδωσα σημασία.το άγνωστο με τραβούσε, ο φόβος κυριαρχούσε ,αλλά δεν έκανα πίσω. Με αργά και σταθερά βήματα, πέρασα απέναντι. Μόλις ανέβηκα πάνω στο βράχο, προσπάθησα να κρύψω την αγωνία μου, και τους είπα : Ήταν πολύ εύκολο, ελάτε και εσείς. Όλοι με κοιτούσαν με δυσπιστία, όλοι ήθελαν να φύγουν από εκεί τώρα. Κάτι υπήρχε εκεί , κάτι που μας φόβιζε. Γιατί όλοι είχαμε αυτή την αίσθηση; Γιατί οι άντρες της παρέας δεν τολμούσαν να μπουν στο νερό; Ήταν άνθρωποι που καθημερινά μπαίνουν στα βαθιά και θολά νερά του ποταμού και ψαρεύουν, χωρίς μάσκες και τον λοιπό εξοπλισμό, μόνο με τα χέρια τους, τους γκουλιανούς μέσα στα βράχια.
Την ανατροπή, την έκαναν τα παιδιά της παρέας. Ήθελαν να μπουν στο νερό και να περάσουν απέναντι. Φοβόμουν να τα αφήσω να μπουν μέσα μόνα τους. Οπότε έπρεπε να γυρίσω να τα βοηθήσω. Πέρασα πάλι μέσα από τα θολά νερά και πήρα το μικρότερο στην πλάτη μου,και το μεγαλύτερο με ακολούθησε. Μόλις έφτασαν στο καταρράκτη, φώναξαν από χαρά: ελάτε, είναι τέλεια. Οι υπόλοιποι χωρίς να πουν τίποτα και με αργές κινήσεις, έβγαλαν τα παπούτσια τους, για να περάσουν απέναντι, με την αμφιβολία και στα μάτια τους.


Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Μία λιμνούλα περιτριγυρισμένη από ψιλά απόκρυμνα βράχια. Παντού γύρο μας ,μικρές και μεγάλες κοιλότητες, με κολλημένα πράσινα βρύα, που έκαναν αντίθεση με όλες τις αποχρώσεις του γρι, των φαγωμένων από την υγρασία βράχων. Το γαλαζοπράσινο νερό απλωνόταν μπροστά στα πόδια μας.Η μόνη ένδειξη ζωής, σε αυτό το τοπίο ΄ήταν τα μικροσκοπικά μαύρα βατράχια και οι μαύρες με γαλάζιες φωσφωριζέ ρίγες, πάνω στις λιβελλούλες. Όλα γύρο μας έμοιαζαν απόκοσμα και ήσυχα. Ο μόνος ήχος που έσπαζε την σιωπή, ήταν η αδιάκοπη πτώση των παγωμένων νερών του καταρράκτη.
Όλοι μας νοιώθαμε εγκλωβισμένοι σε ένα άλλο χώρο βγαλμένο από τα παραμύθια της γιαγιάς. Κοιτούσαμε τα πάντα γύρο μας με καχυποψία, χωρίς να γνωρίζουμε το γιατί. Ως η πιο τολμηρή αποφάσισα να μπω μέσα στη γαλαζοπράσινη λιμνούλα ,για να δω εως πιο σημείο είναι το βάθος της. Το νερό ήταν απίστευτα παγωμένο, λες και ποτέ δεν το είχε δει του ήλιος. Προχωρούσα αργά, εξετάζοντας το χώρο. Στόχος μου ήταν να φτάσω ακριβώς κάτω από την πτώση των νερών του καταρράκτη ,εκεί που τα νερά ήταν τόσο ελκυστικά γαλάζια. Όταν όμως έφτασα ένα βήμα πριν,το πόδι μου δεν ακουμπούσε πουθενά. Βρισκόμουν ένα βήμα πριν το γαλάζιο αλλά δεν μπορούσα να συνεχίσω. Με φόβιζε ότι δεν θα στερεωνόμουν στη γη και το νερό με την ταχύτητα της πτώσης θα με κρατούσε κάτω . Χωρίς άλλη σκέψη, έκανα μεταβολή και βγήκα έξω. Το σώμα μου, πονούσε από το κρύο, παρ΄όλου που ήταν μια από τις πιο ζεστές μέρες του Αυγούστου. Οι άλλοι έπιναν καφέ ακινητοποιημένοι όλη την ώρα πάνω στα βράχια λες και τους καθήλωνε ένα αόρατο χέρι.
Σε μια στιγμή κάποιος αναφώνησε ΦΙΔΙ. Όλοι μας κοιτούσαμε εξεταστηκα προς την κατεύθυνση που κοιτούσε. Με δυσκολία το είδαμε κολλημένο πάνω στα βράχια. ήταν σαν αόρατο και έπρεπε να πλησιάσω για να το διακρίνω.το περίεργο όμως ήταν ότι κανείς δεν σηκωνόταν να κάνει κάτι. Κοιτούσαν αποσβολομένοι την μικρή οχιά. Η ΤΖΟΡΤΖ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ ΛΑΤΡΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΔΙΩΝ. Τα αγαπούσε και τα προστάτευε ,ακόμα και τα πιο δηλητηριώδη. Σε όλες τις περιπτώσεις δεν επέτρεπε να τα κάνει κανείς κακό. Αυτό όμως ίσχυε εως εκείνη την στιγμή που φώναζε: σκοτώστε το τώρα!
την κοίταξα με απορία μέσα στα μάτια.
Είσαι σίγουρη; Θέλεις να το σκοτώσουμε;
το κορμί της ήταν σφιγμένο από την αγωνία και το φόβο.Η απόσταση της από το φίδι ήταν αρκετή,δεν κινδύνευε και όμως το μόνο που έλεγε ήταν σκοτώστε το τώρα!
Για άλλη μια φορά οι άντρες της παρέας βρίσκονταν σε λήθαργο. Κανείς δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να το πλησιάσει, ενώ είχαν βρεθεί αρκετές φορές σε παρόμοιες περιπτώσεις και έβγαζαν από την ζωή το ερπετό με μεγάλη ευκολία.
Με την επιμονή και παρακλητική φωνή της Τζόρτζ ο ένας από τους δυο σηκώθηκε και έδωσε τέλος στη ζωή του φιδιού με δυο κλαδιά δέντρου. Όσο όμως γινόταν αυτό και όλοι μας πλησιάζαμε να δούμε το θέαμα ένα μικρό πουλί εμφανίστηκε από το πουθενά και πετούσε γύρο από τα κεφάλια μας ,σαν να προσπαθούσε να μας αποτρέψει να πλησιάσουμε ακόμα περισσότερο. Το κοιτούσαμε με θαυμασμό, γιατί εκτός, από το ότι ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τον καθένα μας, ήταν άξιο θαυμασμού. Μαύρο με ρίγες σε γαλάζιο φωσφοριζέ χρώμα, πάνω στην κοιλιά του. Και έτσι όπως εμφανίστηκε ,έτσι ακριβώς εξαφανίστηκε.

Το θέμα συζήτησης μας ήταν η οχιά και το μαύρο πουλί και όσο μιλούσαμε, τόσο επεξεργαζόμουν πως θα φτάσω στα γαλάζια νερά.
Έψαχνα τρόπο να φτάσω κοντά . Σηκώθηκα αποφασισμένη. Πήγα κοντά στο βράχο που εντοπίσαμε το φίδι και άρχισα να βηματίζω μέσα στο νερό. Σε ένα σημείο ανακάλυψα ένα μικρό σαν σκαλί, πάνω στο βράχο και ανέβηκα. Το σκαλί ήταν αρκετά στενό και έπρεπε να πηγαίνω λοξά, ακουμπώντας την πλάτη μου πάνω στο βράχο. Επιτέλους έφτασα δίπλα στα τρεχούμενα νερά. Οι άλλοι με κοιτούσαν με απορία.
Όταν είδαν ότι ήταν αρκετά εύκολο, η επιστήμονας της παρέας αποφάσισε να έρθει και αυτή .Της έδωσα οδηγίες και την βοήθησα να περάσει δίπλα στα τρεχούμενα νερά. Μόλις πέρασε, της έδειξα το σημείο όπου δεν έπρεπε να πατήσει, γιατί γλιστρούσε πολύ.
Καθώς στεκόταν εκεί ακίνητη, για να βγει μια αναμνηστική φωτογραφία, για μια στιγμή πατάει στο γλιστερό βράχο και πέφτει μέσα στο παγωμένο νερό.
Βοήθεια, πνίγομαι, φώναζε απελπισμένη, κάθε φορά που ανέβαζε το κεφάλι της πάνω από τα παγωμένα νερά. Πάλευε με την πτώση του καταρράκτη που την έσπρωχνε συνεχώς κάτω από τα νερά του. Όλοι μας, για μια στιγμή κοιτούσαμε χωρίς ανάσα . Απέναντι στην όχθη κανείς δεν έκανε τίποτα. Κανείς δεν βούτηξε για να την βοηθήσει. Κανείς δεν ήθελε να μπει μέσα στο νερό. Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να την βοηθήσω ,να την τραβήξω έξω . Ήταν επικίνδυνο για μένα . Στεκόμουν πάνω στο βράχο που γλιστρούσε. Η παραμικρή κίνηση θα με έριχνε και εμένα μέσα .Το βάρος της θα με έκανε να χάσω την ισορροπία μου. Όμως δεν μπορούσα να την αφήσω. Βρήκα μια εσοχή στο βράχο και κρατήθηκα όσο πιο καλά μπορούσα. Γονάτισα σχεδόν αιωρούμενη, πάνω από τα νερά και μόλις άρχισε να ανεβαίνει για άλλη μια φορά στην επιφάνεια, με τα χέρια της σηκωμένα ,την άρπαξα από τον καρπό και την τράβηξα πάνω στο βράχο. Δεν ξέρω πως έγινα. Δεν ξέρω πόση δύναμη έβαλα. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω ,αλλά όσο την τραβούσα ,περνούσε από την σκέψη μου, ότι το βάρος της, θα με έριχνε μέσα και εμένα. Προς μεγάλη μου έκπληξη ,ήταν σαν να σήκωνα πούπουλο. Από απέναντι μου φώναζαν έντρομοι: πρόσεχε, μην το κάνεις, θα πέσεις . ΠΡΟΣΕΧΕ.
Μόλις είδαν την σκηνή της διάσωσης, έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Για να πω την αλήθεια ,ούτε και εγώ, μπορούσα να εξηγήσω. Τι με κρατούσε πάνω στον βράχο; Ποιός με βοήθησε να την τραβήξω; Τι μας καθήλωνε στην απραξία; Γιατί υπήρχε η αίσθηση του φόβου;
Αποφασίσαμε να φύγουμε αμέσως. Η επιστήμονας είχε ξεπεράσει το σοκ του πνιγμού και προσπάθησε να πάρει τηλέφωνο. Τότε ανακαλύψαμε ότι δεν είχαμε καθόλου σήμα και ότι είχαν περάσει τρεις ώρες: Πράγμα που μας έκανε εντύπωση, γιατί ήταν πολύ μικρή η διαδρομή (10 λεπτά περίπου, με τα πόδια ).
Στην επιστροφή η Τζόρτζ σκόνταψε και χτύπησε το πόδι της και εκείνη την στιγμή, την προσπερνάει η επιστήμονας. Την στιγμή που την προσπερνάει η επιστήμονας, ο ένας άντρας της παρέας, την σταματάει βίαια και την ακινητοποιεί. Εκείνη την χρονική στιγμή, που συνέβησαν όλα αυτά, κάτω ακριβώς από τα πόδια τους, περνούσε μια μεγάλη οχιά.
Όλοι μας φύγαμε με ανάμικτα συναισθήματα, και ορισμένοι με πολλά κενά στην μνήμη τους!

Δεν υπάρχουν σχόλια: